- φυκοξανθίνη
- η, Ν(βιοχ.) φαιά φωτοσυνθετική χρωστική που απαντά μαζί με τη χλωροφύλλη στα φαιοφύκη και χάρη στην οποία αυτά μπορούν να φωτοσυνθέτουν σε μεγάλο βάθος μέσα στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phycoxanthin < φύκος + ξανθός + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.